- ἐφελκτικόν
- ἐφελκτικόςattractivemasc acc sgἐφελκτικόςattractiveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφελκτικός — ἐφελκτικός, ή, όν (ΑΜ) 1. αυτός που τραβά, που έλκει («τὸ ἤλεκτρον ἐφελκτικὸν τῶν ἀχυρων», Φιλόδ.) 2. μτφ. ελκυστικός («τὸ ἐφελκτικὸν καὶ ἡδύ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκτικός (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek